- ευθυμογραφώ
- γράφω ευθυμογραφήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευθυμογραφώ — [ευθυμογράφος] γράφω ευθυμογραφήματα … Dictionary of Greek
ευθυμογράφημα — το [ευθυμογραφώ] 1. εύθυμο, ευτράπελο ανάγνωσμα, ιδιαίτερα σε περιοδικό 2. ανόητο δημοσίευμα για σοβαρό θέμα … Dictionary of Greek